- οδηγισμός
- οπροσκοπισμός των κοριτσιών: Κάθε βδομάδα τακορίτσια της γειτονιάς πηγαίνουν στον οδηγισμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οδηγισμός — ο διεθνής προσκοπική οργάνωση νεανίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < οδηγός «νέα μέλος προσκοπικής οργάνωσης» + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek